πολυφάγος

πολυφάγος
πολυ-φάγος [], [dialect] Ion. [pref] πουλ-, ον,
A eating to excess, Hp.Vict.2.49, Arist.Fr. 520.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυφάγος — eating to excess masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγος — ο / πολυφάγος, ον, ΝΑ, και πολύφαγος, η, ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, ον, Α αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος (μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και… …   Dictionary of Greek

  • πολυφάγος — α, ο αυτός που τρώει πολύ, ο φαγάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυφάγον — πολυφάγος eating to excess masc/fem acc sg πολυφάγος eating to excess neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγοι — πολυφάγος eating to excess masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγοις — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγου — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγους — πολυφάγος eating to excess masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγων — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφάγῳ — πολυφάγος eating to excess masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφαγώ — έω, Μ [πολυφάγος] είμαι πολυφάγος, τρώω πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει ή χρειάζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”